- τρίαινα
- η, ΝΜΑμυθ. όπλο και σύμβολο τού Ποσειδώνος («ἐτάραξε δὲ πόντον χερσὶ τρίαιναν ἑλών» Ομ. Οδ.)νεοελλ.καμάκι με τρεις αιχμές για αλιεία μεγάλων ψαριών, το τρικράνιαρχ.1. είδος περόνης με τρεις οδόντες2. τριαινοειδές δόρυ3. μέσο με το οποίο γινόταν καυτηριασμός4. ως κύριο όν. ἡ Τρίαιναείδος αστερισμού που ανέτειλλε με τους Ιχθύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι- τού αριθμτ. τρεῖς,* τρία + κατάλ. -αινα (πρβλ. ἄκ-αινα, μολύβδ-αινα)].
Dictionary of Greek. 2013.